- περίσσευμα
- το, ΝΜΑ και περίσσεμα Ν και αττ. τ. περίττευμα, Α, [περισσεύω]1. καθετί που περισσεύει, το πλεόνασμα, η ποσότητα που περισσεύει, που υπολείπεται, που μένει ως κατάλοιπο (α. «περίσσευμα τού προϋπολογισμού» β. «ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων», ΚΔ)2. περίσσεια, αφθονία, ξεχείλισμα, σε αντίθεση με το υστέρημα («ἐκ τοῡ περισσεύματος τῆς καρδίας το στόμα λαλεῑ», ΚΔ)αρχ.περίττωμα, αφόδευμα, κοπριά, αποπάτημα.
Dictionary of Greek. 2013.